- ακοντίζω
- (Α ἀκοντίζω)1. ρίχνω το ακόντιο, εξακοντίζω«ἀκοντίζων τὸν ὗν τοῡ μὲν ἁμαρτάνει, τυγχάνει δὲ τοῡ Κροίσου παιδὸς» (Ηρόδ.)2. χτυπώ με το ακόντιο«ὲς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο» (Ευρ.)νεοελλ.1. χτυπώ, λαβώνω με τη ματιά«και την καρδιά μου ακόντισες με τα γλυκά σου μάτια»2. σπρώχνω τη βάρκα με το ακόντι*αρχ.1. χειρίζομαι το ακόντιο, ασκούμαι στον ακοντισμό«τοξεύομέν τε καὶ ἀκοντίζομεν και ἱππαζόμεθα» (Ηρόδ.)2. ρίχνω, πετάω κάποιον με ορμή«εἰ θέλει με εἰς τὸ πέλαγος ἀκοντίσαι» (Εκκλ. Μην.)«ἀκοντίζειν ἑαυτὰς ἐπὶ ποταμὸν» (Ευσέβ.)3. φεγγοβολώ«κύκλος δὲ πανσέληνος ἠκόντιζ’ ἄνω» (Ευρ.)4. (αμτβ.) ορμώ κάπου ή διαπερνώ κάτι «εἴσω γῆς ἀκοντίζουσ’ ἀραὶ» (Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκων (Ι).ΠΑΡ. ακόντιση, ακόντισμα, ακοντισμός, ακοντιστής, ακοντιστικόςαρχ.ἀκοντιστύςμσν.ἀκοντιστήριον.ΣΥΝΘ. εξακοντίζω, υπερακοντίζωαρχ.ἀνακοντίζω, ἀντακοντίζω, εἰσακοντίζω, ἐνακοντίζω, κατακοντίζω, παρακοντίζω, προσακοντίζω, συνακοντίζω].
Dictionary of Greek. 2013.